ημέδιμνος

ημέδιμνος
ἡμέδιμνος, -ον (Α)
βλ. ημιδέδιμνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ημιμέδιμνος — και ημιμέδιμνον ἡμιμέδιμνος και ἡμέδιμνος, ὁ και ἡμιμέδιμνον και ἡμέδιμνον, τὸ (Α) μέτρο χωρητικότητας που ισοδυναμεί με μισό μέδιμνο*, δηλαδή 22 περίπου κιλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μέδιμνος] …   Dictionary of Greek

  • ἡμέδιμνον — neut nom/voc/acc sg ἡμέδιμνος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”